Древнегреческий словарь


Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

ὁδοιπόρος

ὁδοιπόρος
ὁδοι-πόρος

; 1) путешественник, тж. путник, странник Aesch., Soph., Arph., Plut.
; 2) спутник или проводник Hom.

Случайная выборка слов

δρασμος, Ζαλευκος, τροφαλις, Σεμεληγενετης, τρισκακοδαιμων, κατουλοω, εγγονον, παρεπιδεικνυμαι, Πλουτος, χουσι, ενδεκασυλλαβος, λισσασθαι, παρεγγυαω, επιφανεως, λυγμος, λιθας, ευνομιη, συμπιεσις, ερχατο, οσπριον, κηρωτη, αβελτερως, ρητορικη, °συμμιξις, ταχυτης, φαρμακον, χαρακτος, ανταχευσι, γελων, λακκοπρωκτος, νοσωδης, παρασαγγης, κακτεινε, ενενωμην, νεκροδοκος, ανομοιοστροφος, τρανωμα, κεφαληγερετης, καταγιγνομαι, νεομηνια, λευκανια, αλειφοβιος, επᾳττω, χοροηθης, φραστηρ, προσακροβολιζομαι, δεισηνωρ, δημοσια, τοκογλυφος, ασυνοπτος, βαρυγουνατος, συνευδαιμονεω, δυσυποιστος, επικουρεω, μελισσευς, Ερως, εκλαλητικος, επικλημα, Φαισανα, καρπιμα, φθῃ, αυτορεγμων, αγρωστις, ηρῳρος, ακανθιον, οδωτος, Κυθηριος, οδισμα, προκαταπλεω, ναυσια, δηποτε, επικρατεως, κυρκαναω, νωλεμες, διαζευξις, προσαιτιαομαι, Πανελληνες


наши новости: